- ἀρτοπώλης
- ἀρτοπώληςbakermasc nom sgἀ̱ρτοπώλης , ἀρτοπωλέωdeal in breadimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀρτοπωλέωdeal in breadimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρτοπώλης — ο (Α άρτοπώλης) [αρτόπωλις] αυτός που πουλά άρτο … Dictionary of Greek
αρτοπώλης — ο θηλ. ισσα ο πωλητής ψωμιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρτοπωλῶν — ἀρτοπώλης baker masc gen pl ἀρτοπωλέω deal in bread pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτοπῶλαι — ἀρτοπώλης baker masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτοπώλου — ἀρτοπώλης baker masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτοπώλῃ — ἀρτοπώλης baker masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάγκιπος — και μάγκιπας, ο, θηλ. μαγκίπισσα (Μ μάγκιψ και μάγκηψ και μάγγιψ, πος και μάγκιπας και μάγκιπος) αυτός που παρασκευάζει και πουλά άρτο, αρτοπώλης, φούρναρης νεοελλ. (το αρσ.) ο μάγκιπος ο μοναχός που παρασκευάζει τον άρτο σε μονή. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ἀρτοπώλα — ἀρτοπώλᾱ , ἀρτοπώλης baker masc nom/voc/acc dual ἀρτοπώλᾱ , ἀρτοπώλης baker masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Pancrates of Athens — Pancrates ( el. Παγκρατης) of Athens, was a Cynic philosopher who lived c. 140 AD. Philostratus relates, that when the celebrated sophist Lollianus was in danger of being stoned by the Athenians in a tumult about bread, Pancrates quieted the mob… … Wikipedia
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek